- ὑπεροιδαίνοντα
- ὑπεροιδαίνωto be much swollenpres part act neut nom/voc/acc plὑπεροιδαίνωto be much swollenpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεροιδαίνω — Α μτφ. φουσκώνω υπέρμετρα (α. «τὸν... ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπεν... χεὶρ... Εὐρώταν», Ρουφίν. β. «καρδίαν ὑπεροιδαίνουσαν», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰδαίνω «φουσκώνω, εξογκώνω»] … Dictionary of Greek